Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασική (επίθετο) - (παρόμοια:
βασικά
-
βασικός
-
βασιστώ
)
Συνώνυμα
στοιχειώδης
θεμελιώδης
πρωταρχική
3
Αντώνυμα
προχωρημένη
σύνθετη
εξελιγμένη
3
Ορισμός
Αυτό που αποτελεί τη βάση ή το θεμέλιο για κάτι.
Αυτό που είναι απαραίτητο και αναγκαίο για την κατανόηση ή την ανάπτυξη κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Η βασική γνώση των μαθηματικών είναι απαραίτητη για την κατανόηση της φυσικής.
Η βασική ιδέα του έργου είναι η προστασία του περιβάλλοντος.
2