Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασιστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
βαστώ
-
βασική
-
βασικά
-
βασισμένος
-
αποφασιστώ
)
Συνώνυμα
εξαρτώμαι
στηρίζομαι
αναρτώμαι
3
Αντώνυμα
ανεξαρτώμαι
αυτονομούμαι
2
Ορισμός
Να έχω ως βάση ή στήριγμα κάτι.
Να εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι για υποστήριξη ή λειτουργία.
2
Παραδείγματα
Η επιτυχία του έργου βασίζεται στην ομαδική εργασία.
Οι αποφάσεις μας δεν πρέπει να βασίζονται σε αβάσιμες πληροφορίες.
2