1. Λέξη
    βασιστώ (ρήμα) - (παρόμοια: βαστώ - βασική - βασικά - βασισμένος - αποφασιστώ)
  2. Συνώνυμα
    • εξαρτώμαι
    • στηρίζομαι
    • αναρτώμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεξαρτώμαι
    • αυτονομούμαι
    2
  4. Ορισμός
    • Να έχω ως βάση ή στήριγμα κάτι.
    • Να εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι για υποστήριξη ή λειτουργία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η επιτυχία του έργου βασίζεται στην ομαδική εργασία.
    • Οι αποφάσεις μας δεν πρέπει να βασίζονται σε αβάσιμες πληροφορίες.
    2