Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασιλεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βασιλεύω
-
βασιλικό
-
βασιλιάς
-
βασιλικός
)
Συνώνυμα
αυτοκρατορία
κυριαρχία
μοναρχία
αρχηγείο
4
Αντώνυμα
δημοκρατία
αναρχία
κοινοπολιτεία
3
Ορισμός
Το πολίτευμα στο οποίο η ανώτατη εξουσία ασκείται από έναν μονάρχη.
Η περίοδος κατά την οποία ένας μονάρχης κυβερνά.
Μια σφαίρα επιρροής ή έλεγχου.
3
Παραδείγματα
Η βασιλεία του Αλεξάνδρου του Μεγάλου επεκτάθηκε σε μεγάλα εδάφη.
Κατά τη βασιλεία του βασιλιά, η χώρα γνώρισε ειρήνη και ευημερία.
Η βασιλεία της φύσης είναι αδιαμφισβήτητη.
3