1. Λέξη
    βασιλεύω (ρήμα) - (παρόμοια: βασιλεία - βασιλικό - βασιλιάς - βασιλικός)
  2. Συνώνυμα
    • κυβερνώ
    • κυριαρχώ
    • αρχηγώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποτάσσομαι
    • υποκύπτω
    • υπακούω
    3
  4. Ορισμός
    • Ασκώ την ανώτατη εξουσία σε ένα κράτος ή μια περιοχή.
    • Έχω την υπέρτατη δύναμη ή επιρροή σε ένα συγκεκριμένο πεδίο.
    • Κυριαρχώ, επικρατώ σε έναν χώρο ή μια κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο βασιλιάς βασιλεύει στο βασίλειό του με σοφία και δικαιοσύνη.
    • Η αγάπη πρέπει να βασιλεύει σε κάθε σπίτι.
    • Στην εποχή εκείνη, βασίλευε μεγάλη ειρήνη στην περιοχή.
    3