Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασιλεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
βασιλεία
-
βασιλικό
-
βασιλιάς
-
βασιλικός
)
Συνώνυμα
κυβερνώ
κυριαρχώ
αρχηγώ
3
Αντώνυμα
υποτάσσομαι
υποκύπτω
υπακούω
3
Ορισμός
Ασκώ την ανώτατη εξουσία σε ένα κράτος ή μια περιοχή.
Έχω την υπέρτατη δύναμη ή επιρροή σε ένα συγκεκριμένο πεδίο.
Κυριαρχώ, επικρατώ σε έναν χώρο ή μια κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ο βασιλιάς βασιλεύει στο βασίλειό του με σοφία και δικαιοσύνη.
Η αγάπη πρέπει να βασιλεύει σε κάθε σπίτι.
Στην εποχή εκείνη, βασίλευε μεγάλη ειρήνη στην περιοχή.
3