Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασιλικό (επίθετο) - (παρόμοια:
βασιλικός
-
βασιλιάς
-
βασικός
-
βασιλεία
-
βασιλεύω
)
Συνώνυμα
βασιλικός
αυτοκρατορικός
μεγαλοπρεπής
3
Αντώνυμα
απλός
ταπεινός
δημοτικός
3
Ορισμός
Ανήκει ή σχετίζεται με τον βασιλιά ή τη βασιλεία.
Έχει μεγαλοπρέπεια ή επισημότητα.
2
Παραδείγματα
Το βασιλικό παλάτι ήταν εντυπωσιακό.
Η βασιλική οικογένεια πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη.
2