Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασιλιάς (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βασιλικό
-
βασιλικός
-
βασιλεία
-
βασιλεύω
)
Συνώνυμα
μονάρχης
αυτοκράτορας
ηγεμόνας
3
Αντώνυμα
υπήκοος
υποτελής
δούλος
3
Ορισμός
Ο άνδρας που κυβερνά ένα βασίλειο, συνήθως ως κληρονομικός ηγέτης.
Ο άνθρωπος που θεωρείται ο κορυφαίος σε ένα συγκεκριμένο πεδίο ή δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Ο βασιλιάς της Ισπανίας επισκέφθηκε την Αθήνα.
Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι θεωρείται ο βασιλιάς της τέχνης της Αναγέννησης.
2