Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βαστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
βασιστώ
-
βιαστώ
-
σεβαστώ
)
Συνώνυμα
αντέχω
υποφέρω
υπομένω
3
Αντώνυμα
εγκαταλείπω
παρατώ
σταματώ
3
Ορισμός
Να έχω την ικανότητα να αντέχω ή να υποφέρω κάτι δυσάρεστο ή επίπονο.
Να κρατώ ή να υποστηρίζω κάτι με φυσική ή ηθική δύναμη.
2
Παραδείγματα
Δεν μπορώ να βαστάω άλλο τον πόνο.
Μπορείς να βαστάς αυτό το βαρύ κουτί για λίγο;
2