Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
βιαστικά
-
αστικός
-
αηδιαστικός
-
ουσιαστικός
-
φρικιαστικός
-
δραστικός
-
πλαστικός
-
σπαστικός
-
βιαστώ
-
ντροπιαστικός
-
περαστικός
-
δικαστικός
-
εκκλησιαστικός
-
διασκεδαστικός
-
αιφνιδιαστικός
-
ωστικός
-
βιασμός
-
βιαστής
-
εορταστικός
-
κουραστικός
-
βαλλιστικός
-
υπεραστικός
-
δελεαστικός
-
σχολαστικός
-
βομβιστικός
-
σαρκαστικός
-
φανταστικός
-
ανατριχιαστικός
-
αρραβωνιαστικός
-
βιβλικός
-
μυστικός
-
δοκιμαστικός
-
αναγκαστικός
-
βασανιστικός
)
Συνώνυμα
ταχύς
αστραπιαίος
αυθόρμητος
3
Αντώνυμα
αργός
μετρημένος
προσεκτικός
3
Ορισμός
που γίνεται ή συμβαίνει πολύ γρήγορα, χωρίς να δίνεται ο απαραίτητος χρόνος για σκέψη ή προετοιμασία
που χαρακτηρίζεται από έλλειψη υπομονής ή προσοχής
2
Παραδείγματα
Έκανε μια βιαστική απόφαση που αργότερα μετάνιωσε.
Ο βιαστικός του χαρακτήρας τον οδηγούσε συχνά σε λάθη.
2