Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βοηθητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
παθητικός
-
βοηθός
-
απωθητικός
-
βολικός
-
βομβιστικός
)
Συνώνυμα
υποστηρικτικός
εποπτικός
συμπληρωματικός
3
Αντώνυμα
αυτόνομος
ανεξάρτητος
κύριος
3
Ορισμός
που βοηθάει ή συμβάλλει στην επίτευξη ενός σκοπού
που παρέχει υποστήριξη ή βοήθεια
που δεν είναι κύριος αλλά συμπληρωματικός
3
Παραδείγματα
Ο βοηθητικός προσωπικός είναι απαραίτητος για τη λειτουργία της εταιρείας.
Η βοηθητική γραμματεία εξυπηρετεί τους επισκέπτες.
Ο βοηθητικός λόγος στη γραμματική προσδίδει περισσότερη έμφαση.
3