1. Λέξη
    βοηθητικός (επίθετο) - (παρόμοια: παθητικός - βοηθός - απωθητικός - βολικός - βομβιστικός)
  2. Συνώνυμα
    • υποστηρικτικός
    • εποπτικός
    • συμπληρωματικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αυτόνομος
    • ανεξάρτητος
    • κύριος
    3
  4. Ορισμός
    • που βοηθάει ή συμβάλλει στην επίτευξη ενός σκοπού
    • που παρέχει υποστήριξη ή βοήθεια
    • που δεν είναι κύριος αλλά συμπληρωματικός
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο βοηθητικός προσωπικός είναι απαραίτητος για τη λειτουργία της εταιρείας.
    • Η βοηθητική γραμματεία εξυπηρετεί τους επισκέπτες.
    • Ο βοηθητικός λόγος στη γραμματική προσδίδει περισσότερη έμφαση.
    3