1. Λέξη
    δυσκολεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια: δυσκολεύουν - δυσκολεύω - βολεύομαι - δυσκολία)
  2. Συνώνυμα
    • παλεύω
    • αγωνίζομαι
    • μπερδεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευκολεύομαι
    • καταφέρνω
    • επιτυγχάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω δυσκολία ή δυσχέρεια στην εκτέλεση μιας ενέργειας.
    • Αντιμετωπίζω προβλήματα ή εμπόδια σε μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δυσκολεύομαι να καταλάβω αυτή την άσκηση.
    • Δυσκολεύομαι να βρω δουλειά αυτή την περίοδο.
    2