Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βομβαρδιστικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βομβαρδισμός
-
βομβιστικός
-
βομβαρδίζω
)
Συνώνυμα
αεροσκάφος
πολεμικό αεροπλάνο
2
Αντώνυμα
εμπορικό αεροπλάνο
πολιτικό αεροπλάνο
2
Ορισμός
Στρατιωτικό αεροσκάφος σχεδιασμένο για να ρίχνει βόμβες σε εχθρικούς στόχους.
Μεγάλο αεροσκάφος που χρησιμοποιείται σε επιχειρήσεις βομβαρδισμού.
2
Παραδείγματα
Το βομβαρδιστικό πέταξε ψηλά για να αποφύγει την εχθρική αντιαεροπορική άμυνα.
Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα βομβαρδιστικά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις επιχειρήσεις.
2