1. Λέξη
    βομβαρδιστικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βομβαρδισμός - βομβιστικός - βομβαρδίζω)
  2. Συνώνυμα
    • αεροσκάφος
    • πολεμικό αεροπλάνο
    2
  3. Αντώνυμα
    • εμπορικό αεροπλάνο
    • πολιτικό αεροπλάνο
    2
  4. Ορισμός
    • Στρατιωτικό αεροσκάφος σχεδιασμένο για να ρίχνει βόμβες σε εχθρικούς στόχους.
    • Μεγάλο αεροσκάφος που χρησιμοποιείται σε επιχειρήσεις βομβαρδισμού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το βομβαρδιστικό πέταξε ψηλά για να αποφύγει την εχθρική αντιαεροπορική άμυνα.
    • Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα βομβαρδιστικά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις επιχειρήσεις.
    2