1. Λέξη
    βρομοδουλειά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βρωμοδουλειά - δουλειά - μικροδουλειά)
  2. Συνώνυμα
    • βρωμερή δουλειά
    • απαίσια δουλειά
    • δυσάρεστη δουλειά
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευχάριστη δουλειά
    • καλοπληρωμένη δουλειά
    • ευκαιρία
    3
  4. Ορισμός
    • Μια δουλειά που θεωρείται πολύ δυσάρεστη, βρώμικη ή ταπεινή.
    • Εργασία που συνήθως πληρώνεται λίγο και απαιτεί σκληρή ή ανθυγιεινή εργασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο νέος μου δείχνει να μην ενδιαφέρεται να κάνει βρομοδουλειές, θέλει κάτι καλύτερο.
    • Αν δεν βρεις κάτι άλλο, ίσως πρέπει να δεχτείς αυτή τη βρομοδουλειά για τώρα.
    2