Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δουλειά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δουλειές
-
δουλεία
-
δουλεύω
-
δουλείες
-
βρωμοδουλειά
-
βρομοδουλειά
-
μικροδουλειά
-
δουλεύουν
-
δουλεύουμε
)
Συνώνυμα
εργασία
απασχόληση
επάγγελμα
3
Αντώνυμα
ανεργία
αδράνεια
2
Ορισμός
Η δραστηριότητα που απαιτείται για την εκτέλεση μιας εργασίας ή την παραγωγή κάποιου προϊόντος.
Η εργασία που εκτελεί κάποιος για να κερδίσει τα προς το ζην.
2
Παραδείγματα
Η δουλειά του είναι να φτιάχνει επίπλων.
Ψάχνω για μια νέα δουλειά που να μου προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες.
2