1. Λέξη
    γεννάω (ρήμα) - (παρόμοια: γεννώ - γερνάω - γεννηθώ - γεννήσω)
  2. Συνώνυμα
    • παραγω
    • δημιουργώ
    • προκαλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • εξαφανίζω
    • τερματίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Παράγω ή δημιουργώ κάτι, ιδιαίτερα αναφέρεται στη γέννηση ενός παιδιού.
    • Προκαλώ ή είναι η αιτία για κάτι να συμβεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γυναίκα γεννάει ένα υγιές μωρό.
    • Οι καινοτομίες γεννούν νέες ευκαιρίες για την οικονομία.
    2