Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεννάω (ρήμα) - (παρόμοια:
γεννώ
-
γερνάω
-
γεννηθώ
-
γεννήσω
)
Συνώνυμα
παραγω
δημιουργώ
προκαλώ
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
εξαφανίζω
τερματίζω
3
Ορισμός
Παράγω ή δημιουργώ κάτι, ιδιαίτερα αναφέρεται στη γέννηση ενός παιδιού.
Προκαλώ ή είναι η αιτία για κάτι να συμβεί.
2
Παραδείγματα
Η γυναίκα γεννάει ένα υγιές μωρό.
Οι καινοτομίες γεννούν νέες ευκαιρίες για την οικονομία.
2