Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεννημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
γαμημένος
-
γεννηθώ
-
ψημένος
-
γεροδεμένος
)
Συνώνυμα
γεννημένος
γεννημένος
γεννημένος
3
Αντώνυμα
αγέννητος
μη γεννημένος
2
Ορισμός
που έχει γεννηθεί, που προέρχεται από γέννηση
που έχει την καταγωγή του από συγκεκριμένο τόπο ή οικογένεια
(μεταφορικά) που έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ιδιότητες από τη γέννηση
3
Παραδείγματα
Είναι γεννημένος στην Αθήνα.
Είναι γεννημένος ηγέτης.
Αυτός ο άνθρωπος είναι γεννημένος για να κάνει μεγάλα πράγματα.
3