1. Λέξη
    γεννημένος (επίθετο) - (παρόμοια: γαμημένος - γεννηθώ - ψημένος - γεροδεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • γεννημένος
    • γεννημένος
    • γεννημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγέννητος
    • μη γεννημένος
    2
  4. Ορισμός
    • που έχει γεννηθεί, που προέρχεται από γέννηση
    • που έχει την καταγωγή του από συγκεκριμένο τόπο ή οικογένεια
    • (μεταφορικά) που έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ιδιότητες από τη γέννηση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Είναι γεννημένος στην Αθήνα.
    • Είναι γεννημένος ηγέτης.
    • Αυτός ο άνθρωπος είναι γεννημένος για να κάνει μεγάλα πράγματα.
    3