1. Συνώνυμα
    • μαγειρεμένος
    • ετοιμασμένος
    • ψημένος στο φούρνο
    3
  2. Αντώνυμα
    • ωμός
    • αμαγείρευτος
    • αψήφιστος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει υποστεί θερμική επεξεργασία μέσω ψησίματος.
    • Που έχει μαγειρευτεί σε φούρνο ή σε άλλο μέσο θέρμανσης.
    • Μεταφορικά: που έχει υποστεί έντονη έκθεση στον ήλιο ή σε υψηλές θερμοκρασίες.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το ψημένο κρέας είχε υπέροχη γεύση.
    • Οι πατάτες ήταν τέλεια ψημένες και τραγανές.
    • Μετά από ώρες στη θάλασσα, το δέρμα μου ήταν εντελώς ψημένο.
    3