Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ψημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
στημένος
-
καημένος
-
λυπημένος
-
γαμημένος
-
ηττημένος
-
αφηρημένος
-
εγγυημένος
-
ξοφλημένος
-
αγαπημένος
-
ηθελημένος
-
απωθημένος
-
γεννημένος
-
χτυπημένος
-
κολλημένος
)
Συνώνυμα
μαγειρεμένος
ετοιμασμένος
ψημένος στο φούρνο
3
Αντώνυμα
ωμός
αμαγείρευτος
αψήφιστος
3
Ορισμός
Που έχει υποστεί θερμική επεξεργασία μέσω ψησίματος.
Που έχει μαγειρευτεί σε φούρνο ή σε άλλο μέσο θέρμανσης.
Μεταφορικά: που έχει υποστεί έντονη έκθεση στον ήλιο ή σε υψηλές θερμοκρασίες.
3
Παραδείγματα
Το ψημένο κρέας είχε υπέροχη γεύση.
Οι πατάτες ήταν τέλεια ψημένες και τραγανές.
Μετά από ώρες στη θάλασσα, το δέρμα μου ήταν εντελώς ψημένο.
3