1. Λέξη
    γκρεμίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: γκρεμίζω - γκρεμίσω - φημίζομαι - γνωρίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • καταρρέω
    • καταπίπτω
    • καταρρήγνυμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθεροποιούμαι
    • διατηρούμαι
    • παραμένω
    3
  4. Ορισμός
    • Πέφτω από μεγάλο ύψος, συνήθως με καταστροφικές συνέπειες.
    • Χάνω την ισορροπία μου και πέφτω.
    • Μεταφορικά, καταστρέφομαι ή αποτυγχάνω ξαφνικά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το κτήριο γκρεμίστηκε μετά από τον σεισμό.
    • Γκρεμίστηκε από το ποδήλατο και τραυματίστηκε.
    • Οι ελπίδες του γκρεμίστηκαν μετά την αποτυχημένη συνέντευξη.
    3