Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γκρεμίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
γκρεμίζω
-
γκρεμίσω
-
φημίζομαι
-
γνωρίζομαι
)
Συνώνυμα
καταρρέω
καταπίπτω
καταρρήγνυμαι
3
Αντώνυμα
σταθεροποιούμαι
διατηρούμαι
παραμένω
3
Ορισμός
Πέφτω από μεγάλο ύψος, συνήθως με καταστροφικές συνέπειες.
Χάνω την ισορροπία μου και πέφτω.
Μεταφορικά, καταστρέφομαι ή αποτυγχάνω ξαφνικά.
3
Παραδείγματα
Το κτήριο γκρεμίστηκε μετά από τον σεισμό.
Γκρεμίστηκε από το ποδήλατο και τραυματίστηκε.
Οι ελπίδες του γκρεμίστηκαν μετά την αποτυχημένη συνέντευξη.
3