1. Λέξη
    φημίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: γκρεμίζομαι - ορίζομαι - σκίζομαι - χτίζομαι - παίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • διαπρέπω
    • ακούγομαι
    • δόξαζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοούμαι
    • αφανίζομαι
    • περιφρονώμαι
    3
  4. Ορισμός
    • να είμαι γνωστός ή φημισμένος για κάτι
    • να έχω καλή ή κακή φήμη
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καλλιτέχνης φημίζεται για τα εντυπωσιακά του έργα.
    • Η πόλη φημίζεται για την παραδοσιακή της κουζίνα.
    2