Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φημίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
γκρεμίζομαι
-
ορίζομαι
-
σκίζομαι
-
χτίζομαι
-
παίζομαι
)
Συνώνυμα
διαπρέπω
ακούγομαι
δόξαζομαι
3
Αντώνυμα
αγνοούμαι
αφανίζομαι
περιφρονώμαι
3
Ορισμός
να είμαι γνωστός ή φημισμένος για κάτι
να έχω καλή ή κακή φήμη
2
Παραδείγματα
Ο καλλιτέχνης φημίζεται για τα εντυπωσιακά του έργα.
Η πόλη φημίζεται για την παραδοσιακή της κουζίνα.
2