1. Συνώνυμα
    • γοητευτικός
    • μαγευτικός
    • γοητευτικός
    • γοητευτικός
    4
  2. Αντώνυμα
    • αποκρουστικός
    • αντιπαθητικός
    • αηδιαστικός
    3
  3. Ορισμός
    • Που προκαλεί γοητεία, που έχει την ικανότητα να μαγεύει ή να ελκύει.
    • Που χαρακτηρίζεται από γοητεία ή μαγεία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η γοητευτική της εμφάνιση έκανε όλους να την προσέχουν.
    • Ένας γοητευτικός χαρακτήρας που δεν μπορείς να αντισταθείς.
    2