Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γοητευτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
γοητευτικά
-
απογοητευτικός
-
εμπιστευτικός
-
αλιευτικός
-
γοητευμένη
-
μαγευτικός
-
χορευτικός
)
Συνώνυμα
γοητευτικός
μαγευτικός
γοητευτικός
γοητευτικός
4
Αντώνυμα
αποκρουστικός
αντιπαθητικός
αηδιαστικός
3
Ορισμός
Που προκαλεί γοητεία, που έχει την ικανότητα να μαγεύει ή να ελκύει.
Που χαρακτηρίζεται από γοητεία ή μαγεία.
2
Παραδείγματα
Η γοητευτική της εμφάνιση έκανε όλους να την προσέχουν.
Ένας γοητευτικός χαρακτήρας που δεν μπορείς να αντισταθείς.
2