Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δένομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
δίνομαι
-
δέχομαι
-
πλένομαι
-
δαγκώνομαι
-
αναμένομαι
)
Συνώνυμα
συνδέομαι
ενώνω
δένω
3
Αντώνυμα
αποσυνδέω
ξεδένω
χαλαρώνω
3
Ορισμός
Να συνδέομαι ή να στερεώνομαι με κάποιο δεσμό ή σύνδεσμο.
Να περιορίζομαι ή να υποχρεούμαι λόγω κάποιου δεσμού ή υποχρέωσης.
2
Παραδείγματα
Δένομαι με ένα σχοινί για ασφάλεια.
Δένομαι με υποχρεώσεις και δεν μπορώ να έρθω.
2