1. Λέξη
    δένομαι (ρήμα) - (παρόμοια: δίνομαι - δέχομαι - πλένομαι - δαγκώνομαι - αναμένομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συνδέομαι
    • ενώνω
    • δένω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσυνδέω
    • ξεδένω
    • χαλαρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να συνδέομαι ή να στερεώνομαι με κάποιο δεσμό ή σύνδεσμο.
    • Να περιορίζομαι ή να υποχρεούμαι λόγω κάποιου δεσμού ή υποχρέωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Δένομαι με ένα σχοινί για ασφάλεια.
    • Δένομαι με υποχρεώσεις και δεν μπορώ να έρθω.
    2