Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναμένομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αναμένω
-
ανασταίνομαι
-
αναδύομαι
-
αναμμένος
-
αναστατώνομαι
-
αναπαύομαι
-
αναφέρομαι
-
δένομαι
-
αναγκάζομαι
)
Συνώνυμα
περιμένω
αναμένω
προσμένω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
αφήνω
αποφεύγω
3
Ορισμός
Να περιμένω κάτι με αγωνία ή ανυπομονησία.
Να βρίσκομαι σε κατάσταση αναμονής για κάτι που πρόκειται να συμβεί.
2
Παραδείγματα
Αναμένομαι να μάθω τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
Οι επισκέπτες αναμένονται να φτάσουν σε λίγο.
2