1. Συνώνυμα
    • τρέχω
    • σπεύδω
    • ομορφεύω
    3
  2. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητώ
    • χαλαρώνω
    3
  3. Ορισμός
    • Κινώ γρήγορα με τα πόδια, συνήθως για να φτάσω κάπου γρήγορα ή να αποφύγω κάτι.
    • Μετακινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση, είτε για άσκηση είτε για άλλους λόγους.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Δίνω κάθε πρωί πριν πάω στη δουλειά.
    • Όταν άκουσε την κραυγή, άρχισε να δίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
    2