Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
γίνομαι
-
δένομαι
-
παραδίνομαι
-
κρίνομαι
-
μαίνομαι
-
φαίνομαι
-
κλείνομαι
-
ξεραίνομαι
-
απογίνομαι
-
μαθαίνομαι
-
εκτείνομαι
-
σιχαίνομαι
-
εγκρίνομαι
-
ξηραίνομαι
-
δαγκώνομαι
)
Συνώνυμα
τρέχω
σπεύδω
ομορφεύω
3
Αντώνυμα
σταματώ
ακινητώ
χαλαρώνω
3
Ορισμός
Κινώ γρήγορα με τα πόδια, συνήθως για να φτάσω κάπου γρήγορα ή να αποφύγω κάτι.
Μετακινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση, είτε για άσκηση είτε για άλλους λόγους.
2
Παραδείγματα
Δίνω κάθε πρωί πριν πάω στη δουλειά.
Όταν άκουσε την κραυγή, άρχισε να δίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
2