1. Λέξη
    δεδομένος (επίθετο) - (παρόμοια: δεδομένο - δεδομένα - δεμένος - προδομένος - δεσμευμένος)
  2. Συνώνυμα
    • συνηθισμένος
    • γνωστός
    • οικείος
    • αναμενόμενος
    4
  3. Αντώνυμα
    • απροσδόκητος
    • ασυνήθιστος
    • ακατανόητος
    • απρόβλεπτος
    4
  4. Ορισμός
    • Που έχει θεωρηθεί ή έχει γίνει αποδεκτός ως αληθινός ή υπαρκτός χωρίς απόδειξη.
    • Που βασίζεται σε γεγονότα ή πληροφορίες που είναι διαθέσιμα ή γνωστά.
    • Κάτι που θεωρείται δεδομένο, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω εξήγηση ή απόδειξη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Δεδομένου ότι η συνάντηση έχει ακυρωθεί, δεν χρειάζεται να πάμε.
    • Έχοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, πρέπει να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα.
    • Το αποτέλεσμα ήταν δεδομένο, αφού όλοι το περίμεναν.
    3