Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεδομένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δεδομένο
-
δεδομένα
-
δεμένος
-
προδομένος
-
δεσμευμένος
)
Συνώνυμα
συνηθισμένος
γνωστός
οικείος
αναμενόμενος
4
Αντώνυμα
απροσδόκητος
ασυνήθιστος
ακατανόητος
απρόβλεπτος
4
Ορισμός
Που έχει θεωρηθεί ή έχει γίνει αποδεκτός ως αληθινός ή υπαρκτός χωρίς απόδειξη.
Που βασίζεται σε γεγονότα ή πληροφορίες που είναι διαθέσιμα ή γνωστά.
Κάτι που θεωρείται δεδομένο, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω εξήγηση ή απόδειξη.
3
Παραδείγματα
Δεδομένου ότι η συνάντηση έχει ακυρωθεί, δεν χρειάζεται να πάμε.
Έχοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, πρέπει να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα.
Το αποτέλεσμα ήταν δεδομένο, αφού όλοι το περίμεναν.
3