Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προδομένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προηγμένος
-
προχωρημένος
-
προορισμένος
-
προικισμένος
-
πρησμένος
-
δεδομένος
-
προμελετημένος
-
προσκεκλημένος
-
προσβεβλημένος
-
προστατευμένος
-
προσκολλημένος
)
Συνώνυμα
εγκαταλειμμένος
προδομένος
αφεθείς
3
Αντώνυμα
πιστός
αφοσιωμένος
προστατευμένος
3
Ορισμός
Αυτός που έχει προδοθεί ή εγκαταλειφθεί από κάποιον που είχε υποχρέωση να τον προστατεύσει ή να τον στηρίξει.
Αυτός που έχει υποστεί προδοσία ή εγκατάλειψη.
2
Παραδείγματα
Ο προδομένος στρατιώτης έμεινε μόνος του στο πεδίο της μάχης.
Η προδομένη γυναίκα ένιωθε βαθιά θλίψη για την απιστία του συζύγου της.
2