1. Συνώνυμα
    • εγκαταλειμμένος
    • προδομένος
    • αφεθείς
    3
  2. Αντώνυμα
    • πιστός
    • αφοσιωμένος
    • προστατευμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Αυτός που έχει προδοθεί ή εγκαταλειφθεί από κάποιον που είχε υποχρέωση να τον προστατεύσει ή να τον στηρίξει.
    • Αυτός που έχει υποστεί προδοσία ή εγκατάλειψη.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο προδομένος στρατιώτης έμεινε μόνος του στο πεδίο της μάχης.
    • Η προδομένη γυναίκα ένιωθε βαθιά θλίψη για την απιστία του συζύγου της.
    2