1. Λέξη
    δεσμευμένος (επίθετο) - (παρόμοια: δεμένος - δεδομένος - διαλυμένος)
  2. Συνώνυμα
    • υποχρεωμένος
    • αφοσιωμένος
    • πιστός
    • δεσμευτικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • ανεξάρτητος
    • ελεύθερος
    • αδέσμευτος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει δεσμευτεί ή έχει υποχρεωθεί με κάποιο τρόπο
    • που δείχνει πίστη ή αφοσίωση σε κάτι ή κάποιον
    • που σχετίζεται με δεσμεύσεις ή υποχρεώσεις
    3
  5. Παραδείγματα
    • Είναι δεσμευμένος με συμβόλαιο για τα επόμενα δύο χρόνια.
    • Ένας δεσμευμένος εργαζόμενος πάντα εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του.
    • Η δεσμευμένη του στάση απέναντι στη δουλειά του είναι αξιέπαινη.
    3