Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεσμευμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δεμένος
-
δεδομένος
-
διαλυμένος
)
Συνώνυμα
υποχρεωμένος
αφοσιωμένος
πιστός
δεσμευτικός
4
Αντώνυμα
ανεξάρτητος
ελεύθερος
αδέσμευτος
3
Ορισμός
που έχει δεσμευτεί ή έχει υποχρεωθεί με κάποιο τρόπο
που δείχνει πίστη ή αφοσίωση σε κάτι ή κάποιον
που σχετίζεται με δεσμεύσεις ή υποχρεώσεις
3
Παραδείγματα
Είναι δεσμευμένος με συμβόλαιο για τα επόμενα δύο χρόνια.
Ένας δεσμευμένος εργαζόμενος πάντα εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του.
Η δεσμευμένη του στάση απέναντι στη δουλειά του είναι αξιέπαινη.
3