Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκουριασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
νευριασμένος
-
σκασμένος
-
κουρασμένος
-
σκονισμένος
-
σχεδιασμένος
-
σκισμένος
-
σπασμένος
-
σκουριά
-
παθιασμένος
-
αηδιασμένος
-
δηλητηριασμένος
)
Συνώνυμα
οξειδωμένος
βαμμένος από σκουριά
σκουριασμένος
3
Αντώνυμα
καθαρός
ανοξείδωτος
λάμπων
3
Ορισμός
Εκτεθειμένος στη σκουριά, συνήθως λόγω έκθεσης σε υγρασία ή αέρα.
Που έχει υποστεί οξείδωση και έχει αποκτήσει καφέ ή κοκκινωπό χρώμα.
2
Παραδείγματα
Το σκουριασμένο κλειδί δεν έμπαινε στην κλειδαριά.
Βρήκα ένα σκουριασμένο ποδήλατο στο παλιό υπόγειο.
2