1. Συνώνυμα
    • οξειδωμένος
    • βαμμένος από σκουριά
    • σκουριασμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • καθαρός
    • ανοξείδωτος
    • λάμπων
    3
  3. Ορισμός
    • Εκτεθειμένος στη σκουριά, συνήθως λόγω έκθεσης σε υγρασία ή αέρα.
    • Που έχει υποστεί οξείδωση και έχει αποκτήσει καφέ ή κοκκινωπό χρώμα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Το σκουριασμένο κλειδί δεν έμπαινε στην κλειδαριά.
    • Βρήκα ένα σκουριασμένο ποδήλατο στο παλιό υπόγειο.
    2