Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χειρουργικός (επίθετο) - (παρόμοια:
χειρουργική
-
χειρουργός
-
χειρουργήσω
-
χειρουργείο
-
χειρουργούμαι
-
λειτουργικός
-
δημιουργικός
)
Συνώνυμα
εγχειρητικός
χειρουργικός
2
Αντώνυμα
μη χειρουργικός
φαρμακευτικός
2
Ορισμός
Σχετικός με τη χειρουργική ή τις χειρουργικές επεμβάσεις.
Που απαιτεί ή σχετίζεται με χειρουργική επέμβαση.
2
Παραδείγματα
Ο ασθενής χρειάστηκε χειρουργική επέμβαση για να θεραπευτεί.
Η χειρουργική ομάδα ήταν έτοιμη για την επέμβαση.
2