1. Λέξη
    διάβα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάβαση - διάβασμα - διάβρωση - διάβολος)
  2. Συνώνυμα
    • πέρασμα
    • διάδρομος
    • προσπέλαση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιέξοδο
    • αποκλεισμός
    • φραγμός
    3
  4. Ορισμός
    • Μια διαδρομή ή τρόπος για να περάσει κάποιος από ένα σημείο σε άλλο.
    • Η ενέργεια του να διασχίζει κάποιος μια περιοχή ή ένα εμπόδιο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το διάβα του βουνού ήταν δύσκολο λόγω των βροχών.
    • Οι τουρίστες ψάχνουν για ένα ασφαλές διάβα προς την παραλία.
    2