Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάβα
-
διάβασμα
-
διάβρωση
-
διάσταση
-
διάσπαση
)
Συνώνυμα
πέρασμα
διέλευση
προσπέλαση
3
Αντώνυμα
αποκλεισμός
απαγόρευση
αποχώρηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να περνάει κάποιος ή κάτι από ένα σημείο σε άλλο.
Μια διαδρομή ή τρόπος για να περάσει κάποιος από ένα μέρος σε άλλο.
2
Παραδείγματα
Η διάβαση του ποταμού ήταν επικίνδυνη λόγω των ισχυρών ρευμάτων.
Οι πεζοί πρέπει να χρησιμοποιούν την διάβαση για να διασχίσουν τον δρόμο με ασφάλεια.
2