Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάβρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάσωση
-
διάβαση
-
διάγνωση
-
διάβα
)
Συνώνυμα
φθορά
κατάβρωση
διαβρωτικότητα
3
Αντώνυμα
προστασία
συντήρηση
αντίσταση στη διάβρωση
3
Ορισμός
Η διαδικασία κατά την οποία ένα υλικό υποβαθμίζεται ή καταστρέφεται λόγω χημικών ή ηλεκτροχημικών αντιδράσεων με το περιβάλλον του.
Η σταδιακή φθορά ή καταστροφή μιας επιφάνειας ή υλικού λόγω φυσικών ή χημικών παραγόντων.
2
Παραδείγματα
Η διάβρωση των μετάλλων είναι ένα κοινό φαινόμενο σε περιβάλλοντα με υψηλή υγρασία.
Για να προστατεύσουμε τις μεταλλικές κατασκευές από τη διάβρωση, χρησιμοποιούμε ειδικές επικαλύψεις.
2