1. Λέξη
    διάβρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάσωση - διάβαση - διάγνωση - διάβα)
  2. Συνώνυμα
    • φθορά
    • κατάβρωση
    • διαβρωτικότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • προστασία
    • συντήρηση
    • αντίσταση στη διάβρωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία κατά την οποία ένα υλικό υποβαθμίζεται ή καταστρέφεται λόγω χημικών ή ηλεκτροχημικών αντιδράσεων με το περιβάλλον του.
    • Η σταδιακή φθορά ή καταστροφή μιας επιφάνειας ή υλικού λόγω φυσικών ή χημικών παραγόντων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διάβρωση των μετάλλων είναι ένα κοινό φαινόμενο σε περιβάλλοντα με υψηλή υγρασία.
    • Για να προστατεύσουμε τις μεταλλικές κατασκευές από τη διάβρωση, χρησιμοποιούμε ειδικές επικαλύψεις.
    2