1. Λέξη
    διάσωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάβρωση - διάσειση - διάσταση - διάγνωση - διάσπαση)
  2. Συνώνυμα
    • ανασήθωση
    • προστασία
    • διαφύλαξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • εγκατάλειψη
    • απώλεια
    • καταστροφή
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της διάσωσης κάποιου ή κάτι από κίνδυνο ή δυσμενή κατάσταση.
    • Η διατήρηση ή η προστασία κάτι από ζημιά ή καταστροφή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διάσωση των ναυαγών ήταν επιτυχής χάρη στις ταχύες ενέργειες των σωστών.
    • Η διάσωση των αρχαιοτήτων από την πυρκαγιά ήταν προτεραιότητα για τις αρχές.
    2