Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάσωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάβρωση
-
διάσειση
-
διάσταση
-
διάγνωση
-
διάσπαση
)
Συνώνυμα
ανασήθωση
προστασία
διαφύλαξη
3
Αντώνυμα
εγκατάλειψη
απώλεια
καταστροφή
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία της διάσωσης κάποιου ή κάτι από κίνδυνο ή δυσμενή κατάσταση.
Η διατήρηση ή η προστασία κάτι από ζημιά ή καταστροφή.
2
Παραδείγματα
Η διάσωση των ναυαγών ήταν επιτυχής χάρη στις ταχύες ενέργειες των σωστών.
Η διάσωση των αρχαιοτήτων από την πυρκαγιά ήταν προτεραιότητα για τις αρχές.
2