Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαβάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαβάζομαι
-
διατάζω
-
διαβάσουν
-
δικάζω
-
διασκεδάζω
-
διαβάθμιση
)
Συνώνυμα
μελετώ
αναγιγνώσκω
εξετάζω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραλείπω
2
Ορισμός
Να εξετάζω ή να μελετώ κάτι προσεκτικά.
Να κοιτάζω ή να παρατηρώ κάτι με προσοχή.
Να αποκτώ γνώση ή πληροφορίες από γραπτό κείμενο.
3
Παραδείγματα
Κάθε βράδυ διαβάζω ένα βιβλίο πριν κοιμηθώ.
Πρέπει να διαβάσεις τις οδηγίες προσεκτικά πριν χρησιμοποιήσεις τη συσκευή.
Ο καθηγητής μας μας είπε να διαβάσουμε το κεφάλαιο για την επόμενη μέρα.
3