1. Λέξη
    διαβάζω (ρήμα) - (παρόμοια: διαβάζομαι - διατάζω - διαβάσουν - δικάζω - διασκεδάζω - διαβάθμιση)
  2. Συνώνυμα
    • μελετώ
    • αναγιγνώσκω
    • εξετάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραλείπω
    2
  4. Ορισμός
    • Να εξετάζω ή να μελετώ κάτι προσεκτικά.
    • Να κοιτάζω ή να παρατηρώ κάτι με προσοχή.
    • Να αποκτώ γνώση ή πληροφορίες από γραπτό κείμενο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κάθε βράδυ διαβάζω ένα βιβλίο πριν κοιμηθώ.
    • Πρέπει να διαβάσεις τις οδηγίες προσεκτικά πριν χρησιμοποιήσεις τη συσκευή.
    • Ο καθηγητής μας μας είπε να διαβάσουμε το κεφάλαιο για την επόμενη μέρα.
    3