Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαζευγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
διαταραγμένος
-
διαλυμένος
-
διαολεμένος
)
Συνώνυμα
χωρισμένος
αποσυνδεδεμένος
αποκομμένος
3
Αντώνυμα
ενωμένος
συνδεδεμένος
συζευγμένος
3
Ορισμός
Που έχει διαχωριστεί ή αποκοπεί από κάτι άλλο.
Που βρίσκεται σε κατάσταση χωρισμού ή αποσύνδεσης.
2
Παραδείγματα
Οι διαζευγμένοι γονείς μοιράζονται την επιμέλεια του παιδιού.
Μετά το διαζύγιο, ένιωθα πολύ διαζευγμένος από την πρώην σύζυγό μου.
2