1. Λέξη
    διαζευγμένος (επίθετο) - (παρόμοια: διαταραγμένος - διαλυμένος - διαολεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • χωρισμένος
    • αποσυνδεδεμένος
    • αποκομμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενωμένος
    • συνδεδεμένος
    • συζευγμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει διαχωριστεί ή αποκοπεί από κάτι άλλο.
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση χωρισμού ή αποσύνδεσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι διαζευγμένοι γονείς μοιράζονται την επιμέλεια του παιδιού.
    • Μετά το διαζύγιο, ένιωθα πολύ διαζευγμένος από την πρώην σύζυγό μου.
    2