1. Συνώνυμα
    • αναστατωμένος
    • συγχυσμένος
    • ταραγμένος
    • ανακατωμένος
    4
  2. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • γαλήνιος
    • σταθερός
    • ατάραχος
    4
  3. Ορισμός
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης ή αναστάτωσης.
    • Που έχει διαταραχθεί η ψυχική του ηρεμία.
    • Που χαρακτηρίζεται από αναστάτωση ή αστάθεια.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Μετά τη συζήτηση, ένιωθε πολύ διαταραγμένος και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί.
    • Ο διαταραγμένος καιρός προκάλεσε ακύρωση των πτήσεων.
    • Η διαταραγμένη κατάσταση της αγοράς προκαλεί ανησυχία στους επενδυτές.
    3