Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαταραγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ταραγμένος
-
χαραγμένος
-
διαζευγμένος
-
διαταραχή
-
διατεθειμένος
-
διαλυμένος
-
διαολεμένος
-
πειραγμένος
-
καταραμένος
)
Συνώνυμα
αναστατωμένος
συγχυσμένος
ταραγμένος
ανακατωμένος
4
Αντώνυμα
ήρεμος
γαλήνιος
σταθερός
ατάραχος
4
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης ή αναστάτωσης.
Που έχει διαταραχθεί η ψυχική του ηρεμία.
Που χαρακτηρίζεται από αναστάτωση ή αστάθεια.
3
Παραδείγματα
Μετά τη συζήτηση, ένιωθε πολύ διαταραγμένος και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί.
Ο διαταραγμένος καιρός προκάλεσε ακύρωση των πτήσεων.
Η διαταραγμένη κατάσταση της αγοράς προκαλεί ανησυχία στους επενδυτές.
3