1. Λέξη
    ξεπεράσω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεράσω - περάσω - ξεπερνώ - ξεπερνάω - διαπεράσω)
  2. Συνώνυμα
    • υπερβαίνω
    • καταβάλλω
    • διαπερνώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποχωρώ
    • αποτυγχάνω
    • υποκύπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Προχωρώ πέρα από κάποιο εμπόδιο ή δυσκολία.
    • Επιτυγχάνω κάτι που θεωρείται δύσκολο ή ακατόρθωτο.
    • Υπερβαίνω τα όρια ή τις δυνατότητες κάποιου ή κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μπόρεσα να ξεπεράσω τον φόβο μου και να μιλήσω μπροστά στο πλήθος.
    • Η ομάδα μας κατάφερε να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να κερδίσει το παιχνίδι.
    • Ο νέος αυτός καλλιτέχνης ξεπέρασε τις προσδοκίες όλων με την πρώτη του έκθεση.
    3