1. Λέξη
    διαρκέσω (ρήμα) - (παρόμοια: διαρκώ - διαρκώς - διαρκής)
  2. Συνώνυμα
    • υπομένω
    • αντέχω
    • παραμένω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • εγκαταλείπω
    • παύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να συνεχίζω να υπάρχω ή να λειτουργώ για μεγάλο χρονικό διάστημα.
    • Να αντιστέκομαι σε δύσκολες συνθήκες χωρίς να υποχωρώ.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η παράδοση αυτή διαρκέσει εδώ και αιώνες.
    • Πρέπει να διαρκέσουμε στις δυσκολίες για να πετύχουμε τους στόχους μας.
    2