Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαρκέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαρκώ
-
διαρκώς
-
διαρκής
)
Συνώνυμα
υπομένω
αντέχω
παραμένω
3
Αντώνυμα
σταματώ
εγκαταλείπω
παύω
3
Ορισμός
Να συνεχίζω να υπάρχω ή να λειτουργώ για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Να αντιστέκομαι σε δύσκολες συνθήκες χωρίς να υποχωρώ.
2
Παραδείγματα
Η παράδοση αυτή διαρκέσει εδώ και αιώνες.
Πρέπει να διαρκέσουμε στις δυσκολίες για να πετύχουμε τους στόχους μας.
2