Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαρκώς (επίρρημα) - (παρόμοια:
διαρκώ
-
διαρκής
-
διαρκέσω
)
Συνώνυμα
συνεχώς
αδιάκοπα
συστηματικά
3
Αντώνυμα
περιστασιακά
σποραδικά
αραιά και πού
3
Ορισμός
Χωρίς διακοπή ή παύση.
Με τρόπο που συνεχίζεται χωρίς να σταματά.
2
Παραδείγματα
Οι εργαζόμενοι διαρκώς προσπαθούν να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους.
Η τεχνολογία εξελίσσεται διαρκώς, προσφέροντας νέες δυνατότητες.
2