1. Λέξη
    διαρκώς (επίρρημα) - (παρόμοια: διαρκώ - διαρκής - διαρκέσω)
  2. Συνώνυμα
    • συνεχώς
    • αδιάκοπα
    • συστηματικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • περιστασιακά
    • σποραδικά
    • αραιά και πού
    3
  4. Ορισμός
    • Χωρίς διακοπή ή παύση.
    • Με τρόπο που συνεχίζεται χωρίς να σταματά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι εργαζόμενοι διαρκώς προσπαθούν να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους.
    • Η τεχνολογία εξελίσσεται διαρκώς, προσφέροντας νέες δυνατότητες.
    2