1. Λέξη
    διαρκής (επίθετο) - (παρόμοια: διαρκώ - διαρκώς - διαρκέσω)
  2. Συνώνυμα
    • αιώνιος
    • μόνιμος
    • αδιάκοπος
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσωρινός
    • παροδικός
    • εφήμερος
    3
  4. Ορισμός
    • που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή για πάντα
    • που δεν έχει τέλος ή διακοπή
    • που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και μονιμότητα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η αγάπη της μητέρας για το παιδί της είναι διαρκής.
    • Οι διαρκείς βροχές προκάλεσαν πλημμύρες στην περιοχή.
    • Η διαρκής προσπάθεια του μαθητή του απέφερε εξαιρετικά αποτελέσματα.
    3