Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαρκής (επίθετο) - (παρόμοια:
διαρκώ
-
διαρκώς
-
διαρκέσω
)
Συνώνυμα
αιώνιος
μόνιμος
αδιάκοπος
3
Αντώνυμα
προσωρινός
παροδικός
εφήμερος
3
Ορισμός
που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή για πάντα
που δεν έχει τέλος ή διακοπή
που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και μονιμότητα
3
Παραδείγματα
Η αγάπη της μητέρας για το παιδί της είναι διαρκής.
Οι διαρκείς βροχές προκάλεσαν πλημμύρες στην περιοχή.
Η διαρκής προσπάθεια του μαθητή του απέφερε εξαιρετικά αποτελέσματα.
3