Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαρκώ (ρήμα) - (παρόμοια:
διαρκώς
-
διαρκής
-
διαρκέσω
-
διαρροή
-
διαρρέω
)
Συνώνυμα
διατηρώ
εξακολουθώ
συνεχίζω
3
Αντώνυμα
σταματώ
διακόπτω
τερματίζω
3
Ορισμός
Να συνεχίζω να υπάρχω ή να λειτουργώ για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Να παραμένω σε μια κατάσταση ή συνθήκη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
2
Παραδείγματα
Η συνάντηση διαρκεί πάνω από δύο ώρες.
Η ειρήνη διαρκεί εδώ και πέντε χρόνια.
2