1. Λέξη
    διαρκώ (ρήμα) - (παρόμοια: διαρκώς - διαρκής - διαρκέσω - διαρροή - διαρρέω)
  2. Συνώνυμα
    • διατηρώ
    • εξακολουθώ
    • συνεχίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • διακόπτω
    • τερματίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να συνεχίζω να υπάρχω ή να λειτουργώ για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
    • Να παραμένω σε μια κατάσταση ή συνθήκη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συνάντηση διαρκεί πάνω από δύο ώρες.
    • Η ειρήνη διαρκεί εδώ και πέντε χρόνια.
    2