Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διασφαλίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ασφαλίζω
-
εξασφαλίζω
-
διασχίζω
)
Συνώνυμα
εξασφαλίζω
διατηρώ
προστατεύω
εγγυώμαι
4
Αντώνυμα
αφήνω
εκθέτω
κινδυνεύω
3
Ορισμός
Εξασφαλίζω κάτι, το κάνω σίγουρο ή ασφαλές.
Προστατεύω κάτι από κίνδυνο ή ζημιά.
Εγγυώμαι για κάτι, δίνω εγγύηση.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι όλα τα έγγραφα είναι ασφαλή.
Η εταιρεία διασφαλίζει την προστασία των προσωπικών δεδομένων των πελατών της.
Ο νόμος διασφαλίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων.
3