1. Λέξη
    εξασφαλίζω (ρήμα) - (παρόμοια: εξασφαλίσω - ασφαλίζω - διασφαλίζω - εξασφαλισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • εγγυώμαι
    • διασφαλίζω
    • εξασφαλίζω
    • εξασφαλίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • εκθέτω
    • κινδυνεύω
    • αφήνω απροστάτευτο
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι σίγουρο ή ασφαλές.
    • Προσπαθώ να αποτρέψω κάποιον κίνδυνο ή πρόβλημα.
    • Εξασφαλίζω κάτι μέσω συμφωνίας ή εγγύησης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να εξασφαλίσουμε τα εισιτήρια για την παράσταση από τώρα.
    • Η εταιρεία εξασφάλισε τη χρηματοδότηση για το νέο της έργο.
    • Ο νόμος εξασφαλίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων.
    3