Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαταγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαταράξω
-
διαταραχή
-
διαταράσσω
)
Συνώνυμα
εντολή
προσταγή
διαθήκη
3
Αντώνυμα
ανυπακοή
απείθεια
παράβαση
3
Ορισμός
Μια επίσημη εντολή ή οδηγία που εκδίδεται από κάποιον που έχει την εξουσία.
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της διοίκησης ή της οργάνωσης.
2
Παραδείγματα
Ο διοικητής έδωσε διαταγή για άμεση κινητοποίηση.
Η διαταγή του δικαστηρίου έπρεπε να τηρηθεί χωρίς καθυστέρηση.
2