Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαχωρισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαχωριστικός
-
χωρισμός
-
διορισμός
-
διαγωνισμός
-
διαλογισμός
-
διαχωρίζω
-
διακανονισμός
)
Συνώνυμα
αποχωρισμός
διαίρεση
χωρισμός
απόσχιση
4
Αντώνυμα
ένωση
σύνδεση
συγχώνευση
ενσωμάτωση
4
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαχωρίζω, δηλαδή του χωρίζω κάτι σε μέρη ή ομάδες.
Η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα πράγματα ή άτομα δεν βρίσκονται πλέον μαζί.
Στη φυσική, η διαδικασία κατά την οποία διαχωρίζονται τα συστατικά ενός μείγματος.
3
Παραδείγματα
Ο διαχωρισμός των δυο φίλων ήταν πολύ επώδυνος.
Μετά τον διαχωρισμό των γονέων του, ο Γιάννης έμενε με τη μητέρα του.
Στο εργαστήριο πραγματοποιήσαμε τον διαχωρισμό των συστατικών του μείγματος.
3