1. Συνώνυμα
    • αποχωρισμός
    • διαίρεση
    • χωρισμός
    • απόσχιση
    4
  2. Αντώνυμα
    • ένωση
    • σύνδεση
    • συγχώνευση
    • ενσωμάτωση
    4
  3. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαχωρίζω, δηλαδή του χωρίζω κάτι σε μέρη ή ομάδες.
    • Η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα πράγματα ή άτομα δεν βρίσκονται πλέον μαζί.
    • Στη φυσική, η διαδικασία κατά την οποία διαχωρίζονται τα συστατικά ενός μείγματος.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο διαχωρισμός των δυο φίλων ήταν πολύ επώδυνος.
    • Μετά τον διαχωρισμό των γονέων του, ο Γιάννης έμενε με τη μητέρα του.
    • Στο εργαστήριο πραγματοποιήσαμε τον διαχωρισμό των συστατικών του μείγματος.
    3