Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαχωριστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
διαχωρισμός
-
διαφημιστικός
-
διαφωτιστικός
-
διαγνωστικός
-
οριστικός
-
διαδικαστικός
-
διαβητικός
-
χαριστικός
-
δικαστικός
-
αναγνωριστικός
-
διασκεδαστικός
-
διακριτικός
-
διστακτικός
-
τουριστικός
-
διανοητικός
)
Συνώνυμα
διαιρετικός
χωριστικός
απομονωτικός
3
Αντώνυμα
ενωτικός
συνδετικός
ολιστικός
3
Ορισμός
που χωρίζει ή διαιρεί κάτι σε μέρη
που προκαλεί διάσπαση ή αποξένωση
που λειτουργεί ως φραγμός ή εμπόδιο
3
Παραδείγματα
Ο διαχωριστικός τοίχος χώριζε τις δύο αυλές.
Η διαχωριστική γραμμή στο δρόμο βοηθάει στην οργάνωση της κυκλοφορίας.
Οι διαχωριστικές απόψεις των δύο κομμάτων οδήγησαν σε ρήξη.
3