1. Συνώνυμα
    • διαιρετικός
    • χωριστικός
    • απομονωτικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • ενωτικός
    • συνδετικός
    • ολιστικός
    3
  3. Ορισμός
    • που χωρίζει ή διαιρεί κάτι σε μέρη
    • που προκαλεί διάσπαση ή αποξένωση
    • που λειτουργεί ως φραγμός ή εμπόδιο
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο διαχωριστικός τοίχος χώριζε τις δύο αυλές.
    • Η διαχωριστική γραμμή στο δρόμο βοηθάει στην οργάνωση της κυκλοφορίας.
    • Οι διαχωριστικές απόψεις των δύο κομμάτων οδήγησαν σε ρήξη.
    3