1. Λέξη
    διαχωρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: χωρίζω - δωρίζω - διορίζω - διαχωρισμός - διασχίζω - ξεχωρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεχωρίζω
    • διαχωρίζομαι
    • διαιρώ
    • χωρίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • ενώνω
    • συνδέω
    • συγχωνεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να χωρίζω κάτι σε ξεχωριστά μέρη ή ομάδες.
    • Να κάνω διάκριση μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων.
    • Να απομονώνω ή να αποσπώ κάτι από ένα σύνολο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να διαχωρίσεις τα λευκά από τα έγχρωμα ρούχα πριν τα πλύνεις.
    • Ο δάσκαλος προσπάθησε να διαχωρίσει τις διαφορετικές απόψεις των μαθητών.
    • Η νέα πολιτική θα διαχωρίσει τις δημόσιες από τις ιδιωτικές υπηρεσίες.
    3