Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαχωρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
χωρίζω
-
δωρίζω
-
διορίζω
-
διαχωρισμός
-
διασχίζω
-
ξεχωρίζω
)
Συνώνυμα
ξεχωρίζω
διαχωρίζομαι
διαιρώ
χωρίζω
4
Αντώνυμα
ενώνω
συνδέω
συγχωνεύω
3
Ορισμός
Να χωρίζω κάτι σε ξεχωριστά μέρη ή ομάδες.
Να κάνω διάκριση μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων.
Να απομονώνω ή να αποσπώ κάτι από ένα σύνολο.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να διαχωρίσεις τα λευκά από τα έγχρωμα ρούχα πριν τα πλύνεις.
Ο δάσκαλος προσπάθησε να διαχωρίσει τις διαφορετικές απόψεις των μαθητών.
Η νέα πολιτική θα διαχωρίσει τις δημόσιες από τις ιδιωτικές υπηρεσίες.
3