Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δικαιοδοσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δικαιολογία
-
δικαιούμαι
-
δικαιολογώ
-
δικαιούστε
-
διαδικασία
-
δικαιοσύνη
-
δικαιούχος
)
Συνώνυμα
αρμοδιότητα
δικαιοδοτικότητα
εξουσία
3
Αντώνυμα
αναρχία
αδυναμία
ασυδοσία
3
Ορισμός
Η νομική ή επίσημη εξουσία να εκτελεί κανείς δικαιοσύνη, να εκδίδει αποφάσεις ή να ελέγχει μια συγκεκριμένη περιοχή ή θέμα.
Η ευθύνη ή η δικαιολογημένη εξουσία να λάβει κανείς αποφάσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα.
2
Παραδείγματα
Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου επεκτείνεται σε ολόκληρη την περιφέρεια.
Το θέμα αυτό δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία μας, αλλά σε αυτήν της κεντρικής διοίκησης.
2