Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δικαιούχος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δικαιούστε
-
δικαιούμαι
-
δικαιολογώ
-
δικαιοσύνη
-
δικαιολογία
-
δικαιοδοσία
)
Συνώνυμα
δικαιούχος
δικαιούχος πρόσωπο
δικαιούχος οντότητα
3
Αντώνυμα
αδικημένος
αποκλεισμένος
2
Ορισμός
Πρόσωπο ή οντότητα που έχει νόμιμο δικαίωμα σε κάτι.
Ατομικό ή νομικό πρόσωπο που έχει δικαιώματα βάσει νόμου ή συμβολαίου.
2
Παραδείγματα
Ο δικαιούχος της κληρονομιάς έλαβε τα χρήματα.
Οι δικαιούχοι των επιδομάτων πρέπει να υποβάλουν αίτηση.
2