1. Λέξη
    δικαιούχος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δικαιούστε - δικαιούμαι - δικαιολογώ - δικαιοσύνη - δικαιολογία - δικαιοδοσία)
  2. Συνώνυμα
    • δικαιούχος
    • δικαιούχος πρόσωπο
    • δικαιούχος οντότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδικημένος
    • αποκλεισμένος
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο ή οντότητα που έχει νόμιμο δικαίωμα σε κάτι.
    • Ατομικό ή νομικό πρόσωπο που έχει δικαιώματα βάσει νόμου ή συμβολαίου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικαιούχος της κληρονομιάς έλαβε τα χρήματα.
    • Οι δικαιούχοι των επιδομάτων πρέπει να υποβάλουν αίτηση.
    2