Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δικαιολογώ (ρήμα) - (παρόμοια:
δικαιολογία
-
δικαιολογούμαι
-
δικαιολογημένος
-
δικαιούμαι
-
δικαιούστε
-
δικαιοσύνη
-
δικαιούχος
-
δικαιοδοσία
)
Συνώνυμα
εξηγώ
απολογούμαι
δικαιολογούμαι
3
Αντώνυμα
κατηγορώ
ενοχοποιώ
2
Ορισμός
Παρουσιάζω λόγους ή αιτιολογήσεις για να δικαιολογήσω μια πράξη ή μια στάση.
Καταστήσω κάτι δικαιολογημένο ή αποδεκτό.
2
Παραδείγματα
Προσπάθησε να δικαιολογήσει την απουσία του με ένα ψέμα.
Δεν μπορείς να δικαιολογήσεις τέτοια συμπεριφορά.
2