1. Λέξη
    δικαιολογημένος (επίθετο) - (παρόμοια: δικαιολογώ - δικαιολογία - δικαιολογούμαι - ευλογημένος)
  2. Συνώνυμα
    • δικαιολογημένος
    • εξηγημένος
    • δικαιολογούμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδικαιολόγητος
    • αβάσιμος
    • αδικαιολόγητος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει δικαιολογηθεί ή μπορεί να δικαιολογηθεί
    • που βασίζεται σε λογικά επιχειρήματα ή αποδεκτές αιτίες
    • που θεωρείται δίκαιος ή αποδεκτός υπό ορισμένες συνθήκες
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η απουσία του από τη δουλειά ήταν δικαιολογημένη λόγω ασθένειας.
    • Έχει δικαιολογημένη ανησυχία για την ασφάλεια του παιδιού της.
    • Οι ενστάσεις του ήταν δικαιολογημένες και λήφθηκαν υπόψη.
    3