Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δικαιολογημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δικαιολογώ
-
δικαιολογία
-
δικαιολογούμαι
-
ευλογημένος
)
Συνώνυμα
δικαιολογημένος
εξηγημένος
δικαιολογούμενος
3
Αντώνυμα
αδικαιολόγητος
αβάσιμος
αδικαιολόγητος
3
Ορισμός
που έχει δικαιολογηθεί ή μπορεί να δικαιολογηθεί
που βασίζεται σε λογικά επιχειρήματα ή αποδεκτές αιτίες
που θεωρείται δίκαιος ή αποδεκτός υπό ορισμένες συνθήκες
3
Παραδείγματα
Η απουσία του από τη δουλειά ήταν δικαιολογημένη λόγω ασθένειας.
Έχει δικαιολογημένη ανησυχία για την ασφάλεια του παιδιού της.
Οι ενστάσεις του ήταν δικαιολογημένες και λήφθηκαν υπόψη.
3