1. Συνώνυμα
    • απολογούμαι
    • δικαιολογώ
    • εξηγούμαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • κατηγορώ
    • ενοχοποιώ
    2
  3. Ορισμός
    • Να προσφέρω μια εξήγηση ή δικαιολογία για κάτι που έκανα ή είπα.
    • Να δείχνω ότι κάτι είναι δίκαιο ή λογικό.
    • Να προσπαθώ να αποδείξω ότι δεν έχω ευθύνη για κάτι.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Δεν μπορώ να δικαιολογηθώ για την απουσία μου στη συνάντηση.
    • Προσπάθησε να δικαιολογηθεί για τα λάθη του, αλλά κανείς δεν τον άκουγε.
    • Η συμπεριφορά της δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με κανέναν τρόπο.
    3